- βορβορώνω
- (AM βορβορῶ, -όω, Μ και βορβορώνω) [βόρβορος]1. λερώνω με βόρβορο, βρομίζω2. (μτχ. παθ. παρακμ.) βεβορβορωμένος, -η, -οκυλισμένος στον βούρκο («προσῆλθε γυνὴ δυσώδης και βεβορβορωμένη»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek